κατηγορούμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατηγορούμαι < παθητική φωνή του κατηγορώ
Ρήμα επεξεργασία
κατηγορούμαι, στ.μέλλ.: θα κατηγορηθώ, αόρ.: κατηγορήθηκα, μτχ. ενεστ. κατηγορούμενος
- με κατηγορούν
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατηγορούμαι
|