Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατζίο τα κατζία
      γενική του κατζίου των κατζίων
    αιτιατική το κατζίο τα κατζία
     κλητική κατζίο κατζία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατζίο < μεσαιωνική ελληνική κατσίον / κάτσιν / κατσίν (θυμιατό) < καψίον, υποκοριστικό του κάψα < λατινική capsa < capio (λαμβάνω, πιάνω) < πρωτοϊταλική *kapjō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kh₂pi- (=λαμβάνω, παίρνω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατζίο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία