κατζίο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατζίο | τα | κατζία |
γενική | του | κατζίου | των | κατζίων |
αιτιατική | το | κατζίο | τα | κατζία |
κλητική | κατζίο | κατζία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατζίο < μεσαιωνική ελληνική κατσίον / κάτσιν / κατσίν (θυμιατό) < καψίον, υποκοριστικό του κάψα < λατινική capsa < capio (λαμβάνω, πιάνω) < πρωτοϊταλική *kapjō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kh₂pi- (=λαμβάνω, παίρνω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατζίο ουδέτερο
- (θρησκεία) μικρό θυμιατό με 6 κουδουνάκια 3 σε κάθε πλευρά και με βάση, για να στέκεται πάνω σε μια επίπεδη επιφάνεια. Με αυτό θυμιάζει ο ιερέας κατά την έναρξη του όρθρου την Μεγάλη Εβδομάδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατζίο
|