Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κατευοδώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κατευοδώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατευοδώνω
  3. θα κατευοδώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατευοδώνω