Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατεστημένο τα κατεστημένα
      γενική του κατεστημένου των κατεστημένων
    αιτιατική το κατεστημένο τα κατεστημένα
     κλητική κατεστημένο κατεστημένα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατεστημένο < ουδέτερο του κατεστημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου καθιστώ (με βάση την αρχαία ελληνική κατέστην, αόριστο τού καθίστημι) ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική establishment)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατεστημένο ουδέτερο

  1. Σύστημα ατόμων και ισχυρών ομάδων συμφερόντων που ελέγχουν σε βαθμό να εξουσιάζουν καίριους τομείς της πολιτικής, οικονομικής, αθλητικής ή πολιτιστικής ζωής (όχι απαραιτητα σε συνεννόηση) και που αντιδρούν σε κάθε ανανέωση η οποία θα μπορούσε να απειλήσει την κυριαρχία τους
  2. οι αξίες που οι άνωθεν επιβάλλουν στην κοινωνία
  3. ισχύουσες-επικρατείς θρησκευτικές, κοινωνικές, πολιτικές, πολιτειακές, ταξικές και ιδεολογικές αρχές κι αξίες

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία