κατειλημμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατειλημμένος < μετοχή παρακειμένου του καταλαμβάνομαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ti.limˈme.nos/
Μετοχή επεξεργασία
κατειλημμένος, -η, -ο
- που έχει καταληφθεί ή δεσμευτεί
- Ο θάλαμος του ανελκυστήρα είναι κατειλημμένος
- που είναι κρατημένος, ρεζερβέ