Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατεβατό τα κατεβατά
      γενική του κατεβατού των κατεβατών
    αιτιατική το κατεβατό τα κατεβατά
     κλητική κατεβατό κατεβατά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατεβατό < ελληνιστική κοινή καταβατόν, ουδέτερο του καταβατός < αρχαία ελληνική καταβαίνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατεβατό ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κατεβατό