Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.taˈpsi.xo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐ψύ‐χο‐μαι

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταψύχομαι, π.αόρ.: καταψύχθηκα, μτχ.π.π.: κατεψυγμένος/καταψυγμένος