καταψύξεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καταψύξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταψύχω
- θα καταψύξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταψύχω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
καταψύξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατάψυξη