Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

καταψηφίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταψηφίζω
  2. θα καταψηφίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταψηφίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

καταψηφίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καταψήφιση