Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταχύστρα οι καταχύστρες
      γενική της καταχύστρας των καταχυστρών
    αιτιατική την καταχύστρα τις καταχύστρες
     κλητική καταχύστρα καταχύστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταχύστρα < καταχύνω + -τρα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.taˈçi.stɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐χύ‐στρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταχύστρα θηλυκό [1]

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. καταχύστρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  2. καταχύστρα, η (ζεματίστρα), στο Γλωσσάριο της Εγκυκλοπαίδειας Μείζονος Ελληνισμού, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, 2008