καταχύστρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.taˈçi.stɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐χύ‐στρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταχύστρα θηλυκό [1]
- (αρχιτεκτονική) περίκλειστο τμήμα πύργος ή τείχους το οποίο προεξέχει, και το οποίο χρησιμοποιούνταν για την άμυνα του χώρου[2]
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καταχύστρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- ↑ καταχύστρα, η (ζεματίστρα), στο Γλωσσάριο της Εγκυκλοπαίδειας Μείζονος Ελληνισμού, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, 2008