καταχραστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταχραστής < καταχρώμαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταχραστής αρσενικό
- εκείνος που καταχράται ξένα χρήματα. Θηλυκό, η καταχράστρια
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταχραστής
|