Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταχραστής οι καταχραστές
      γενική του καταχραστή των καταχραστών
    αιτιατική τον καταχραστή τους καταχραστές
     κλητική καταχραστή καταχραστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταχραστής < καταχρώμαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταχραστής αρσενικό

  • εκείνος που καταχράται ξένα χρήματα. Θηλυκό, η καταχράστρια

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία