Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατατσακίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατατσακίζω. Συγχρονικά αναλύεται σε επιτατικό κατα- + τσακίζω.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.t͡saˈci.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

κατατσακίζω, αόρ.: κατατσάκισα, παθ.φωνή: κατατσακίζομαι, π.αόρ.: κατατσακίστηκα, μτχ.π.π.: κατατσακισμένος

  1. κόβω σε μικρά κομμάτια
     συνώνυμα: καταθρυμματίζω, κατακομματιάζω
  2. κουράζω υπερβολικά
     συνώνυμα: καταβασανίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία