κατασχετά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατασχετά < κατασχετός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
κατασχετά
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατασχετά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κατασχετά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κατασχετός