καταστατικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταστατικά < καταστατικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
καταστατικά
- με καταστατικό τρόπο
- σε συμφωνία με το καταστατικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταστατικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
καταστατικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καταστατικός