κατασταλαχτά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
κατασταλαχτά < κατασταλαχτός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
κατασταλαχτά
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατασταλαχτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κατασταλαχτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κατασταλαχτός