Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κατασκηνώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατασκηνώνω
  2. θα κατασκηνώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατασκηνώνω