Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κατασκηνώσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατασκηνώνω
  2. θα κατασκηνώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατασκηνώνω