Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κατασκηνώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κατασκηνώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατασκηνώνω
  3. θα κατασκηνώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατασκηνώνω