Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατασκήνωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
κατασκήνωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
κατασκηνώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
κατασκηνώνω