καταπτύω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
καταπτύω [ῡω] μέλλων: καταπτύσω [ῠσω]
- φτύνω πάνω ή προς, κυρίως ως ένδειξη απέχθειας, αποστροφής
- (+ γενική):
- καταπτύει δωροδοκίας (Αἰσχίνης, Περὶ τῆς παραπρεσβείας, 23)
Σημειώσεις επεξεργασία
- για την προσωδία → δείτε τη λέξη πτύω
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πτύω
Κλίση επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- καταπτύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταπτύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.