Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταπνίξω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταπνίγω
  2. θα καταπνίξω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταπνίγω