Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταπλημμυρίζω < κατα- + πλημμυρίζω

  Ρήμα επεξεργασία

καταπλημμυρίζω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία