καταπικραίνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταπικραίνω < μεσαιωνική ελληνική καταπικραίνω < ελληνιστική κοινή κατάπικρος < αρχαία ελληνική κατα- + πικρός
Ρήμα επεξεργασία
καταπικραίνω
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταπικραίνω | καταπίκραινα | θα καταπικραίνω | να καταπικραίνω | καταπικραίνοντας | |
β' ενικ. | καταπικραίνεις | καταπίκραινες | θα καταπικραίνεις | να καταπικραίνεις | καταπίκραινε | |
γ' ενικ. | καταπικραίνει | καταπίκραινε | θα καταπικραίνει | να καταπικραίνει | ||
α' πληθ. | καταπικραίνουμε | καταπικραίναμε | θα καταπικραίνουμε | να καταπικραίνουμε | ||
β' πληθ. | καταπικραίνετε | καταπικραίνατε | θα καταπικραίνετε | να καταπικραίνετε | καταπικραίνετε | |
γ' πληθ. | καταπικραίνουν(ε) | καταπίκραιναν καταπικραίναν(ε) |
θα καταπικραίνουν(ε) | να καταπικραίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταπίκρανα | θα καταπικράνω | να καταπικράνω | καταπικράνει | ||
β' ενικ. | καταπίκρανες | θα καταπικράνεις | να καταπικράνεις | καταπίκρανε | ||
γ' ενικ. | καταπίκρανε | θα καταπικράνει | να καταπικράνει | |||
α' πληθ. | καταπικράναμε | θα καταπικράνουμε | να καταπικράνουμε | |||
β' πληθ. | καταπικράνατε | θα καταπικράνετε | να καταπικράνετε | καταπικράνετε | ||
γ' πληθ. | καταπίκραναν καταπικράναν(ε) |
θα καταπικράνουν(ε) | να καταπικράνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταπικράνει | είχα καταπικράνει | θα έχω καταπικράνει | να έχω καταπικράνει | ||
β' ενικ. | έχεις καταπικράνει | είχες καταπικράνει | θα έχεις καταπικράνει | να έχεις καταπικράνει | ||
γ' ενικ. | έχει καταπικράνει | είχε καταπικράνει | θα έχει καταπικράνει | να έχει καταπικράνει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταπικράνει | είχαμε καταπικράνει | θα έχουμε καταπικράνει | να έχουμε καταπικράνει | ||
β' πληθ. | έχετε καταπικράνει | είχατε καταπικράνει | θα έχετε καταπικράνει | να έχετε καταπικράνει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταπικράνει | είχαν καταπικράνει | θα έχουν καταπικράνει | να έχουν καταπικράνει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταπικραίνω
|