καταξιώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαταξιώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος καταξιώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταξιώνομαι | καταξιωνόμουν(α) | θα καταξιώνομαι | να καταξιώνομαι | ||
β' ενικ. | καταξιώνεσαι | καταξιωνόσουν(α) | θα καταξιώνεσαι | να καταξιώνεσαι | (καταξιώνου) | |
γ' ενικ. | καταξιώνεται | καταξιωνόταν(ε) | θα καταξιώνεται | να καταξιώνεται | ||
α' πληθ. | καταξιωνόμαστε | καταξιωνόμαστε καταξιωνόμασταν |
θα καταξιωνόμαστε | να καταξιωνόμαστε | ||
β' πληθ. | καταξιώνεστε | καταξιωνόσαστε καταξιωνόσασταν |
θα καταξιώνεστε | να καταξιώνεστε | (καταξιώνεστε) | |
γ' πληθ. | καταξιώνονται | καταξιώνονταν καταξιωνόντουσαν |
θα καταξιώνονται | να καταξιώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταξιώθηκα | θα καταξιωθώ | να καταξιωθώ | καταξιωθεί | ||
β' ενικ. | καταξιώθηκες | θα καταξιωθείς | να καταξιωθείς | καταξιώσου | ||
γ' ενικ. | καταξιώθηκε | θα καταξιωθεί | να καταξιωθεί | |||
α' πληθ. | καταξιωθήκαμε | θα καταξιωθούμε | να καταξιωθούμε | |||
β' πληθ. | καταξιωθήκατε | θα καταξιωθείτε | να καταξιωθείτε | καταξιωθείτε | ||
γ' πληθ. | καταξιώθηκαν καταξιωθήκαν(ε) |
θα καταξιωθούν(ε) | να καταξιωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καταξιωθεί | είχα καταξιωθεί | θα έχω καταξιωθεί | να έχω καταξιωθεί | καταξιωμένος | |
β' ενικ. | έχεις καταξιωθεί | είχες καταξιωθεί | θα έχεις καταξιωθεί | να έχεις καταξιωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει καταξιωθεί | είχε καταξιωθεί | θα έχει καταξιωθεί | να έχει καταξιωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καταξιωθεί | είχαμε καταξιωθεί | θα έχουμε καταξιωθεί | να έχουμε καταξιωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε καταξιωθεί | είχατε καταξιωθεί | θα έχετε καταξιωθεί | να έχετε καταξιωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καταξιωθεί | είχαν καταξιωθεί | θα έχουν καταξιωθεί | να έχουν καταξιωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταξιώνομαι
|