καταμετρήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καταμετρήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταμετρώ
- θα καταμετρήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταμετρώ