Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταλόγισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος καταλογίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος καταλογίζω