Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταλυτικώς < καταλυτικ(ός) + -ώς

  Επίρρημα επεξεργασία

καταλυτικώς

  • (λόγιο) άλλη μορφή του καταλυτικά
    ※  Πολλώ μάλλον όταν την θέση αυτή ενισχύει, πλέον, καταλυτικώς η πρόσφατη γνωμοδότηση (2019) της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Εμπειρογνωμόνων του Γερμανικού Κοινοβουλίου (Bundestag), η οποία αφενός αναγνωρίζει ότι δεν τίθεται ζήτημα παραίτησης ή παραγραφής των αξιώσεων αυτών και, αφετέρου, προτρέπει, «expressis verbis», την γερμανική πλευρά ν' αποδεχθεί την προσφυγή Ελλάδας και Γερμανίας στο αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. (* εφημερίδα Έθνος)

  Μεταφράσεις επεξεργασία