καταλογίσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καταλογίσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταλογίζω
- θα καταλογίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταλογίζω