Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταλάβετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταλαβαίνω
  2. θα καταλάβετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταλαβαίνω
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος καταλαβαίνω

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταλάβετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταλαμβάνω
  2. θα καταλάβετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταλαμβάνω
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος καταλαβαίνω