Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταλάβαμε

  1. α' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος καταλαβαίνω

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταλάβαμε

  1. α' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος καταλαμβάνω