κατακράτησις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κατακράτησῐς | αἱ | κατακρατήσεις | ||||
γενική | τῆς | κατακρατήσεως | τῶν | κατακρατήσεων | ||||
δοτική | τῇ | κατακρατήσει | ταῖς | κατακρατήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κατακράτησῐν | τὰς | κατακρατήσεις | ||||
κλητική ὦ! | κατακράτησῐ | κατακρατήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κατακρατήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κατακρατησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατακράτησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κατακρατέω / κατακρατῶ, κατακρατη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε κατα- + κράτησις
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατακράτησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις κρατέω και κράτος
Πηγές επεξεργασία
- κατακράτησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.