Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταθέτρια οι καταθέτριες
      γενική της καταθέτριας των καταθετριών
    αιτιατική την καταθέτρια τις καταθέτριες
     κλητική καταθέτρια καταθέτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταθέτρια < καταθέτης + -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταθέτρια θηλυκό

→ δείτε τη λέξη  καταθέτης

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καταθέτης