Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταδείξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταδεικνύω
  2. θα καταδείξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταδεικνύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

καταδείξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατάδειξη