Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταδίωξη οι καταδιώξεις
      γενική της καταδίωξης* των καταδιώξεων
    αιτιατική την καταδίωξη τις καταδιώξεις
     κλητική καταδίωξη καταδιώξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταδιώξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταδίωξη < καταδιώκω + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταδίωξη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία