καταβροχθίσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καταβροχθίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταβροχθίζω
- θα καταβροχθίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταβροχθίζω