κατής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κατής | οι | κατήδες |
γενική | του | κατή | των | κατήδων |
αιτιατική | τον | κατή | τους | κατήδες |
κλητική | κατή | κατήδες | ||
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατής < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατής < αραβική (kādī) και < τουρκική kadı < αραβική [1]
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατής αρσενικό
- άλλη μορφή του καδής
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κατής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας