Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατέχω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατέχω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈte.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τέ‐χω

  Ρήμα επεξεργασία

κατέχω, παθ.φωνή: κατέχομαι, μτχ.π.ε.: κατεχόμενος ελλειπτικό ρήμα χωρίς συνοπτικούς χρόνους

  1. έχω στην κατοχή μου, στην ιδιοκτησία μου
     αντώνυμα: στερούμαι
  2. διατηρώ στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής σε ξένη χώρα και την ελέγχω
     συνώνυμα: καταλαμβάνω
  3. γνωρίζω κάτι καλά
    Κατέχεις τίποτα από ηλεκτρολογικά;

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. κατέχω κατείχα θα κατέχω να κατέχω κατέχοντας
β' ενικ. κατέχεις κατείχες θα κατέχεις να κατέχεις κάτεχε
γ' ενικ. κατέχει κατείχε θα κατέχει να κατέχει
α' πληθ. κατέχουμε κατείχαμε θα κατέχουμε να κατέχουμε
β' πληθ. κατέχετε κατείχατε θα κατέχετε να κατέχετε κατέχετε
γ' πληθ. κατέχουν(ε) κατείχαν
κατείχαν(ε)
θα κατέχουν(ε) να κατέχουν(ε)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  κατέχω   κατέχομαι 
Παρατατικός  κατεῖχον   κατειχόμην 
Μέλλοντας  καθέξω, κατασχήσω   καθέξομαι, κατασχήσομαι & κατασχεθήσομαι 
Αόριστος  κατέσχον   κατεσχόμην, κατηνεξάμην & κατεσχέθην 
Παρακείμενος  κατέσχηκα   κατέσχημαι 
Υπερσυντέλικος  κατεσχήκειν   κατεσχήμην 
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατέχω < (κατά) κατ- + ἔχω

  Ρήμα επεξεργασία

κατέχω (Χρειάζεται στοιχεία παραθεμάτων)

  1. κατέχω αντικείμενο, περιουσία, έχω κάτι στην κατοχή μου, το κάνω δικό μου
    σῴζειν ἅπερ ἃν ἅπαξ κατάσχωσι
    ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες
    πάρος τινὰ γαῖα καθέξει : σύντομα θα μας κάνει δικούς της η γη (θα πεθάνουμε)
  2. κατέχω γη, εξουσιάζω και παθητικό εξουσιάζομαι, κατέχομαι
    θήκας Ἰλιάδος γᾶς κατέχουσι
    καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι
  3. χαλιναγωγώ, συγκρατούμαι, αναχαιτίζω
    οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἐδυνάμην τὸν γέλωτα κατασχεῖν : ούτε εγώ μπόρεσα να συγκρατήσω τα γέλια μου
  4. (μεταφορικά) γεμίζω, πλημμυρίζω, καθιστώ κάτι κυρίαρχο σε ένα χώρο
    οἰμωγὴ κατεῖχε πελαγίαν ἅλα
    νὺξ δνοφερὴ κάτεχ᾽ οὐρανόν/ σελήνη κατείχετο νεφέεσσιν
    συνέβη λοιμώδη νόσον κατασχεῖν τὴν Ἰταλίαν”
  5. φτάνω στη στεριά από τα ανοιχτά της θάλασσας
    ὁ δὲ δὴ ναυτικὸς στρατὸς ὁρμηθεὶς ἔπλεε καὶ κατέσχε τῆς Μαγνησίης χώρης
  6. επικρατώ
    ὁ βορέας κατεῖχεν
  7. αντιλαμβάνομαι
    τρίτον δὲ οὐ σφόδρα κατέχω τί βούλει φράζειν : δεν είμαι βέβαιος ότι καταλαβαίνω τι εννοείς με το τρίτο

Εκφράσεις επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία