κατάλαλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάλαλος < ελληνιστική κοινή κατάλαλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατάλαλος αρσενικό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του καταλαλητής
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατάλαλος
|
κατάλαλος αρσενικό
|