κατάκαρδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈta.kaɾ.ða/
Επίρρημα επεξεργασία
κατάκαρδα
- (κυριολεκτικά) στην καρδιά ή γενικότερα στο μέρος της καρδιάς
- (μεταφορικά) μέχρι την καρδιά, υπερβολικά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καρδιά