καστρόπυργος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈstɾo.piɾ.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐στρό‐πυρ‐γος
Ουσιαστικό επεξεργασία
καστρόπυργος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
καστρόπυργος
|
καστρόπυργος αρσενικό
|