Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρουλιάζω <
  1. καρούλι
  2. καρούλα

  Ρήμα επεξεργασία

καρουλιάζω

  1. τυλίγω με το χέρι ή με μηχάνημα κάποιο νήμα σε καρούλι

  Ρήμα επεξεργασία

καρουλιάζω

  1. βγάζω καρούλες

  Μεταφράσεις επεξεργασία