καρναγιάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρναγιάρω < καρνάγι(ο) + -άρω < ιταλική carenaggio
Ρήμα επεξεργασία
καρναγιάρω
Συγγενικά επεξεργασία
- καρναγιάρισμα
- → δείτε τη λέξη καρνάγιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρναγιάρω
|
Πηγές επεξεργασία
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)