καρκάνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρκάνι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του κάρκανο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καρκάτζι
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρκάνι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κάρκαρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές επεξεργασία
- καρκάνι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)