καριόλης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καριόλης < καριόλ(α) + -ης (αναδρομικός σχηματισμός)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaɾˈʝo.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ριό‐λης
Ουσιαστικό επεξεργασία
καριόλης αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καριόλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
καριόλης
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καριόλης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας