καριμπού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καριμπού < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καριμπού ουδέτερο άκλιτο
- (θηλαστικό ζώο) άλλη ονομασία του ταράνδου.
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καριμπού
|