καρδιοχτύπι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καρδιοχτύπι | τα | καρδιοχτύπια |
γενική | του | καρδιοχτυπιού | των | καρδιοχτυπιών |
αιτιατική | το | καρδιοχτύπι | τα | καρδιοχτύπια |
κλητική | καρδιοχτύπι | καρδιοχτύπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρδιοχτύπι ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) ο χτύπος της καρδιάς
- (μεταφορικά) η αγωνία ότι κάτι δεν θα πάει καλά
- (μεταφορικά) η ερωτική λαχτάρα
Συγγενικά επεξεργασία
- καρδιοχτυπώ
- → δείτε τις λέξεις καρδιά και χτύπος