καρδιοσωμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρδιοσωμός < καρδιοσωσμός με απόβολή του [s] καρδιο- + σωμός > σώνω, σωσ- -μός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kar.ði̯o.soˈmos/ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐δι‐ο‐σω‐μός
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρδιοσωμός αρσενικό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του καρδιοσωσμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρδιοσωμός
|
Πηγές επεξεργασία
- καρδιοσωμός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)