καρδιογραφικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρδιογραφικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα καρδιογραφικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε καρδιογραφικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα επεξεργασία
καρδιογραφικώς
Πηγές επεξεργασία
- «καρδιογραφικός» (& καρδιογραφικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)