Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρβουνιέρα οι καρβουνιέρες
      γενική της καρβουνιέρας
    αιτιατική την καρβουνιέρα τις καρβουνιέρες
     κλητική καρβουνιέρα καρβουνιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρβουνιέρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρβουνιέρα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) μαούνα ή μικρό σκάφος που μεταφέρει κάρβουνα
  2. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός, παρωχημένο) η γαιανθρακαποθήκη (καρβουναποθήκη) ατμοπλοίου

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)