καρβουνιέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καρβουνιέρα | οι | καρβουνιέρες |
γενική | της | καρβουνιέρας | — | |
αιτιατική | την | καρβουνιέρα | τις | καρβουνιέρες |
κλητική | καρβουνιέρα | καρβουνιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρβουνιέρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρβουνιέρα θηλυκό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) μαούνα ή μικρό σκάφος που μεταφέρει κάρβουνα
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός, παρωχημένο) η γαιανθρακαποθήκη (καρβουναποθήκη) ατμοπλοίου
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρβουνιέρα
|
Πηγές επεξεργασία
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)