Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρατόμηση οι καρατομήσεις
      γενική της καρατόμησης* των καρατομήσεων
    αιτιατική την καρατόμηση τις καρατομήσεις
     κλητική καρατόμηση καρατομήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καρατομήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρατόμηση < μεσαιωνική ελληνική καρατόμησις < αρχαία ελληνική καρατομέω / καρατομῶ < κάρα + τέμνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρατόμηση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία